- προσυγγιγνομαι
- προσυγγίγνομαιπρο-συγγίγνομαιстароатт. προξυγγίγνομαι (за)ранее совещаться
(τινι Thuc.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(τινι Thuc.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
προσυγγίγνομαι — και αττ. τ. προξυγνίγνομαι Α 1. συνομιλώ με κάποιον προηγουμένως («προξυγγενόμενοι τῶν ξυμπρασσόντων Χίων τισί», Θουκ.) 2. λαμβάνω γνώση, ενημερώνομαι προηγουμένως («προσυγγίγνεσθαι τοῑς ἤθεσι καὶ τοῑς βουλεύμασί σου», Δίων Κάσσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
προξυγγενόμενοι — προσυγγίγνομαι have an interview with aor part mid masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσυγγιγνόμενοι — προσυγγίγνομαι have an interview with pres part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)